- συνανθρωπευόμενα
- συνανθρωπεύομαιlive withpres part mp neut nom/voc/acc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
συνανθρωπεύομαι — και, σπανίως, το ενεργ. συνανθρωπεύω Α 1. ζω μαζί με ανθρώπους 2. φρ. «τὰ συνανθρωπευόμενα ζῷα» τα κατοικίδια ζώα. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + ἀνθρωπεύομαι «ζω σαν άνθρωπος»] … Dictionary of Greek